- λευκόχρωμος
- λευκό-χρωμος, ον, = foreg.,A
κάμηλος PGrenf.2.74.7
(iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάμηλος PGrenf.2.74.7
(iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκόχρωμος — η, ο (Α λευκόχρωμος, ον) αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek